Το Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000 είναι ένα ευρύ ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων φυσικών περιοχών για είδη χλωρίδας, πανίδας, πτηνών και οικοτόπων. Αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής πολιτικής για την προστασία του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας και έχει ως στόχο του την προστασία και διαχείριση ευάλωτων ειδών και οικοτόπων σε όλη τη φυσική τους περιοχή εξάπλωσης ανά την Ευρώπη, άσχετα από τα εθνικά ή πολιτικά σύνορα.
Καθώς το δίκτυο Natura 2000 βασίζεται στη φιλοσοφία ότι ο άνθρωπος πρέπει να συνυπάρχει με τη φύση, δεν αποκλείει τις οικονομικές δραστηριότητες. Τα έργα και οι δραστηριότητες όμως που γίνονται στις περιοχές του δικτύου πρέπει να διασφαλίζουν την προστασία των σπάνιων ειδών και οικοτόπων.
Δραστηριότητες σε ιδιωτικά τεμάχια που εμπίπτουν σε περιοχές Natura 2000
Ο κόσμος συχνά συνδέει τις προστατευόμενες περιοχές Natura 2000 με αυστηρά μέτρα που αποκλείουν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Ωστόσο, το δίκτυο Natura 2000 αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της φύσης και ότι η αρμονική συνύπαρξη των δύο μπορεί να επιφέρει αμοιβαία οφέλη.
Ο χαρακτηρισμός μιας περιοχής ως Natura 2000 δεν σημαίνει ότι πρέπει να διακοπούν όλες οι οικονομικές δραστηριότητες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να απαιτηθούν προσαρμογές ή αλλαγές με στόχο την προστασία των ειδών και των οικοτόπων χάριν των οποίων η περιοχή εντάχθηκε στο δίκτυο Natura 2000, ή μέτρα αποκατάστασης προκειμένου να επανέλθουν σε μια ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης. Αλλά συχνά, οι υπάρχουσες ανθρώπινες δραστηριότητες θα συνεχιστούν όπως και πριν. Για πολλές περιοχές Natura 2000, τα είδη φυτών και ζώων και τύποι οικοτόπων μπορεί να εξαρτώνται από τη συνέχιση των εν λόγω δραστηριοτήτων για τη μακροπρόθεσμη επιβίωσή τους, και, άρα, είναι σημαντικό σε αυτές τις περιπτώσεις να βρεθούν τρόποι να συνεχιστούν και, ενίοτε, να ενισχυθούν οι δραστηριότητες αυτές — π.χ. καλλιέργεια γης ή βόσκηση ανά τακτά χρονικά διαστήματα ή έλεγχος άγριας βλάστησης.
Επιπλέον, το δίκτυο Natura 2000 προωθεί την ανάπτυξη δραστηριοτήτων που σέβονται το περιβάλλον και δεν βλάπτουν τα προστατευόμενα είδη και τους οικότοπους. Αυτές οι δραστηριότητες, όχι μόνο μπορούν να συμβάλλουν στην διατήρηση της βιοποικιλότητας που προστατεύεται από το δίκτυο, αλλά μπορούν επίσης να δημιουργήσουν νέες οικονομικές ευκαιρίες για τις τοπικές κοινότητες. Παραδείγματα τέτοιων δραστηριοτήτων είναι η βιολογική γεωργία και η αγροοικολογία, ο αγροτουρισμός και ο οικοτουρισμός, καθώς και η παραγωγή και μεταποίηση τοπικών προϊόντων.
Επομένως, η προσέγγιση δεν είναι ενιαία. Οι συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες που επιτρέπονται εντός μιας περιοχής Natura 2000 εξαρτώνται από τους ειδικούς στόχους διατήρησης και τα σχέδια διαχείρισης της κάθε περιοχής, καθώς και κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Αυτό είναι κάτι που κρίνεται κατά περίπτωση.
Εναρμόνιση Ευρωπαϊκών Οδηγιών με το Κυπριακό Δίκαιο
Οι δυο πιο κάτω οδηγίες παρέχουν το νομικό πλαίσιο για τη δημιουργία και διαχείριση του δικτύου Natura 2000. Καθορίζουν τις υποχρεώσεις των κρατών μελών, τις διαδικασίες για τον καθορισμό και τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών, καθώς και τα κριτήρια για την επιλογή τους.
- Οδηγία 92/43/ΕΟΚ περί της Διατηρήσεως των Φυσικών Οικοτόπων καθώς και της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας: Αυτή η οδηγία καθορίζει τους στόχους και τα μέσα για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προβλέπει τη δημιουργία ενός δικτύου προστατευόμενων περιοχών, γνωστών ως Τόποι Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) και Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ), για την προστασία συγκεκριμένων τύπων οικοτόπων και ειδών άγριας ζωής που κρίνονται σημαντικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
- Οδηγία 2009/147/ΕΚ περί της Διατηρήσεως των Άγριων Πτηνών: Αυτή η οδηγία εστιάζει ειδικά στην προστασία των άγριων πτηνών και των βιοτόπων τους. Προβλέπει τη δημιουργία Ζωνών Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) για την προστασία των ειδών πτηνών που απαντώνται εκ φύσεως εντός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Οδηγία 92/43/ΕΟΚ ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία μέσω του περί Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και της Άγριας Ζωής Νόμου του 2003 (153(I)/2003). Η Οδηγία 2009/147/ΕΚ (πρώην Οδηγία 79/409/ΕΟΚ) ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία μέσω του περί Προστασίας και Διαχείρισης Άγριων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμος του 2003 (Ν. 152(I)/2003).
Το Άρθρο 6 της Οδηγίας 92/43/ΕΚ και το Άρθρο 4 της Οδηγίας 2009/147/ΕΚ ορίζει πώς πρέπει να συνδυάζονται η προστασία της βιοποικιλότητας, η χρήση της γης και οι κοινωνικοοικονομικές δραστηριότητες, με στόχο την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας.
Σύμφωνα με το παράγραφο 2 του Άρθρου 6, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να προστατεύουν τους οικότοπους και τα είδη με προληπτικά μέτρα. Αυτό θεωρείται ότι είναι υποχρέωση αποτελέσματος, δηλαδή πρέπει να αποτρέπουν οποιαδήποτε δραστηριότητα που θα μπορούσε να υποβαθμίσει τους οικότοπους και να βλάψει τα είδη που προστατεύονται.
Η παράγραφος 3 του Άρθρου 6 ορίζει τη διαδικασία Δέουσας Εκτίμησης, γνωστής και ως Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης (ΕΟΑ). Σύμφωνα με αυτήν, προβλέπεται ότι κάθε σχέδιο που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά έναν τόπο εκτιμάται ως προς τις επιπτώσεις του, και υλοποιείται μόνο αν δεν βλάπτει την ακεραιότητά του, με δυνατότητα δημόσιας διαβούλευσης.
Το Άρθρο 6 της οδηγίας εναρμονίζεται επίσης με το άρθρο 16 του Νόμου περί Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και της Άγριας Ζωής (Ν.153(Ι)/2003).
Εκτίμηση των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον για έργα, σχέδια και προγράμματα στην Κύπρο
Ο περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Σχέδια και/ή Προγράμματα Νόμος του 2005 (Ν. 102(I)/2005) διασφαλίζει την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών ζητημάτων στην θέσπιση σχεδίων και προγραμμάτων. Στόχος του νόμου είναι η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά την προετοιμασία και πριν την έγκριση των σχεδίων / προγραμμάτων, η προστασία του περιβάλλοντος, και η προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης. Το πεδίο εφαρμογής του νόμου περιλαμβάνει τομείς της οικονομίας όπως η γεωργία, κτηνοτροφία, δασοπονία, αλιεία, λατόμηση και εξόρυξη ορυκτών, ενέργεια, βιομηχανία, μεταφορές, διαχείριση αποβλήτων, διαχείριση υδάτινων πόρων, τηλεπικοινωνίες, τουρισμός, χωροταξία και χρήση γης. Επίσης, περιλαμβάνει σχέδια / προγράμματα τα οποία θα πραγματοποιηθούν σε Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ) ή/και Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ).
Ο περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμος του 2018 [Ν. 127(Ι)/2018] τέθηκε σε ισχύ στις 31 Ιουλίου 2018 και εναρμονίζει την εθνική νομοθεσία με την Οδηγία 2014/52/ΕΕ. Ο Νόμος διασφαλίζει ότι δημόσια ή ιδιωτικά έργα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον λόγω, μεταξύ άλλων, της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεως τους, υπόκεινται σε υποχρέωση εκτίμησης των επιπτώσεων τους, πριν τη χορήγηση άδειας ή έγκρισης ή εξουσιοδότησης.
Γενικά, κάθε έργο, σχέδιο ή πρόγραμμα, το οποίο δύναται να εκπονηθεί, πρέπει να εκτιμάται ως προς τις επιπτώσεις του στο περιβάλλον κατά τον σχεδιασμό του και πριν την έγκρισή του. Για τον σκοπό αυτό, το εν λόγω έργο πρέπει να υποβληθεί σε Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΕΠΕ), αναλόγως, εάν:
- Το έργο εμπίπτει στο Παράρτημα Ι του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμου, τότε υποβάλλεται Μελέτη Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον (ΜΕΕΠ).
- Το έργο εμπίπτει στο Παράρτημα ΙΙ του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμου, τότε υποβάλλεται Έκθεση Πληροφοριών.
- Το σχέδιο ή πρόγραμμα εμπίπτει στις πρόνοιες του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Σχέδια και/ή Προγράμματα Νόμου, τότε υποβάλλεται Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ).
Επιπρόσθετα, κάθε δραστηριότητα, έργο, σχέδιο ή πρόγραμμα, το οποίο εμπίπτει ή/και γειτνιάζει με προστατευόμενη περιοχή του Δικτύου Natura 2000, δεν συνδέεται άμεσα με τη διαχείριση της και δύναται να την επηρεάζει σημαντικά, πρέπει να υποβάλλεται σε Μελέτη Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης (ΜΕΟΑ). Η ΜΕΟΑ υποβάλλεται κατά τη διαδικασία εξέτασης έργων, σχεδίων και προγραμμάτων, περιλαμβάνει συλλογή πληροφοριών και ανάλυση δεδομένων για την περιοχή, τους οικότοπους και τα είδη που προστατεύονται, καταγραφή και αξιολόγηση των πιθανών επιπτώσεων στους στόχους διατήρησης και στην ακεραιότητα των οικοτόπων και των ειδών, καθώς και μελέτη εναλλακτικών λύσεων και εισήγηση μέτρων μετριασμού των δυνητικά σημαντικών επιπτώσεων στα προστατευόμενα είδη και ενδιαιτήματα.
Η αξιολόγηση κάθε ΜΕΟΑ γίνεται από το Τμήμα Περιβάλλοντος, κατά περίπτωση, στα πλαίσια λειτουργίας της Ad-hoc Επιτροπής για την Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση (ΕΟΑ), με τη συμμετοχή εξειδικευμένων εκπροσώπων των συναρμόδιων αρχών (Τμήμα Δασών, Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας, Τμήμα Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών) και περιβαλλοντικών οργανισμών (Ομοσπονδία Περιβαλλοντικών Οργανώσεων Κύπρου, Terra Cypria και BirdLife Cyprus). Το Τμήμα Περιβάλλοντος έχει θέσει επίσης άτυπη διαδικασία Προελέγχου (Screening) και για μικρά έργα, για τα οποία η κατάθεση εξειδικευμένων μελετών ενδεχομένως να μην είναι αναγκαία.
Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφτείτε τη σελίδα του Τμήματος Περιβάλλοντος.
Ανακεφαλαίωση της διαδικασίας εκτίμησης των επιπτώσεων σε περιοχές Natura 2000
Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, πρέπει να εκπονηθεί Μελέτη Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον (ΜΕΕΠ), η οποία υποβάλλεται για κάθε έργο που εμπίπτει στις πρόνοιες του σχετικού νόμου ανεξαρτήτως περιοχής.
Ακολούθως, πρέπει να εκπονηθεί η Μελέτη Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης (ΜΕΟΑ), η οποία υποβάλλεται ειδικά για περιοχές Natura 2000 και αποτελεί ξεχωριστή μελέτη που πρέπει να γίνει επιπρόσθετα με την ΜΕΕΠ. Σκοπός της είναι η διαφύλαξη των ειδών και οικοτόπων της προστατευόμενης περιοχής.
Σημαντικά δεδομένα για την εκπόνηση των παραπάνω μελετών αποτελούν:
1. Το Διάταγμα Μέτρων Προτεραιότητας, καθώς και το Διάταγμα Προστασίας και Διαχείρισης για την εν λόγω προστατευόμενη περιοχή, η οποία δύναται να επηρεάζεται από την κατασκευή και λειτουργία ενός έργου. Στα εν λόγω Διατάγματα αναγράφονται πληροφορίες όπως:
- Τα μέτρα προτεραιότητας για τη διατήρηση των οικοτόπων και των ειδών.
- Οι τύποι των φυσικών και ημιφυσικών οικοτόπων που απαντώνται στην περιοχή.
- Τα είδη άγριας χλωρίδας, πανίδας ή/και πτηνοπανίδας που απαντώνται στην περιοχή.
- Οι στόχοι διατήρησης και τα μέτρα διαχείρισης της προστατευόμενης περιοχής.
Για περισσότερες πληροφορίες που αφορούν τις προστατευόμενες περιοχές και τα σχετικά διατάγματα πατήστε εδώ.
2. Η πολεοδομική ζώνη, το πολεοδομικό καθεστώς και τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά (ανώτατος συντελεστής δόμησης, ανώτατο ποσοστό κάλυψης, ανώτατος αριθμός ορόφων και ανώτατο ύψος κτιρίων) του τεμαχίου χωροθέτησης του προτεινόμενου έργου. Αυτές οι πληροφορίες μπορούν να βρεθούν στους τίτλους ιδιοκτησίας του τεμαχίου ή από τον χάρτη στην ιστοσελίδα του Τμήματος Πολεοδομίας.
Συγγραφή: Μαρία Κωνσταντίνου (Terra Cypria)