Συχνές ερωτήσεις

© Ben Porter

Οι περιοχές (ή «τόποι») Natura 2000 αποσκοπούν στην προστασία των περιοχών που θεωρούνται βασικές για επιλεγμένα είδη χλωρίδας και πανίδας ή τύπους οικοτόπων μεταξύ αυτών που καλύπτει η οδηγία για τους οικοτόπους και η οδηγία για τα πτηνά. Πρόκειται για είδη και οικοτόπους που θεωρούνται ευρωπαϊκής σημασίας επειδή απειλούνται με εξαφάνιση, είναι ευάλωτα, σπάνια ή ενδημικά, ή συνιστούν εξαιρετικά παραδείγματα τυπικών χαρακτηριστικών μίας ή περισσότερων από τις εννέα βιογεωγραφικές περιοχές της Ευρώπης. Συνολικά, υπάρχουν περίπου 2000 είδη και 230 τύποι οικοτόπων σε βασικές περιοχές που πρέπει να ανήκουν στο δίκτυο Natura 2000.

Από την άλλη, τα φυσικά καταφύγια, τα εθνικά πάρκα και άλλες εθνικές και περιφερειακές προστατευόμενες περιοχές ορίζονται αποκλειστικά με βάση την εθνική ή περιφερειακή νομοθεσία, η οποία συχνά διαφέρει από χώρα σε χώρα. Αυτές οι προστατευόμενες περιοχές μπορεί να οριστούν για διάφορους σκοπούς και δεν είναι απαραίτητο να αφορούν είδη/οικοτόπους που ενδιαφέρουν το δίκτυο Natura 2000.

Δεν έχουν το ίδιο καθεστώς με τις περιοχές του δικτύου Natura 2000. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ορισμένες εθνικές ή περιφερειακές προστατευόμενες περιοχές να έχουν επίσης χαρακτηριστεί ως περιοχές Natura 2000 αν θεωρούνται βασικές περιοχές για είδη και οικοτόπους ενωσιακής σημασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, εφαρμόζονται οι διατάξεις των οδηγιών της ΕΕ, εκτός εάν έχουν θεσπιστεί αυστηρότεροι κανόνες μέσω της εθνικής νομοθεσίας.

Οι περιοχές Natura 2000 επιλέγονται με γνώμονα τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης επιβίωσης των ειδών και των οικοτόπων που προστατεύονται από την οδηγία για τα πτηνά και την οδηγία για τους οικοτόπους. Η επιλογή τους πραγματοποιείται βάσει επιστημονικών στοιχείων.

Σύμφωνα με την οδηγία για τα πτηνά, τα κράτη μέλη της ΕΕ υποχρεούνται να ορίσουν τα «πιο κατάλληλα» εδάφη, σε αριθμό και επιφάνεια, για την προστασία των ειδών που περιέχονται στο παράρτημα I της οδηγίας καθώς και των μεταναστευτικών ειδών.

Σύμφωνα με την οδηγία για τους οικοτόπους, τα κράτη μέλη οφείλουν να ορίσουν τις περιοχές που είναι αναγκαίες για την διατήρηση ή, ενδεχομένως, την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I και των οικοτόπων των οικείων ειδών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας.

Οι περιοχές επιλέγονται και προτείνονται από τα κράτη μέλη. Στη συνέχεια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τη βοήθεια του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ), εξετάζει τις προτάσεις των κρατών μελών και αξιολογεί τη συμβολή των προτεινόμενων περιοχών στην κατάσταση διατήρησης κάθε τύπου οικοτόπου και κάθε είδους στο συγκεκριμένο βιογεωγραφικό επίπεδο. Μόλις κριθεί ότι οι περιοχές που έχουν προταθεί δυνάμει της οδηγίας για τους οικοτόπους είναι επαρκείς, οι κατάλογοι των περιοχών εγκρίνονται από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη καλούνται να τις χαρακτηρίσουν «ειδικές ζώνες διατήρησης» (ΕΖΔ) το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, εντός μιας εξαετίας.

Οι περιοχές του δικτύου Natura 2000 περιλαμβάνουν διαφορετικούς τύπους οικοσυστημάτων όπως χερσαία, λιμνοποτάμια και θαλάσσια οικοσυστήματα. Ένα οικοσύστημα μπορεί να περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους οικοτόπους και συνήθως φιλοξενεί μια ποικιλόμορφη κοινότητα φυτών και ζώων.

Ωστόσο, ορισμένα οικοσυστήματα είναι πλουσιότερα σε σύγκριση με άλλα στο δίκτυο Natura 2000. Για παράδειγμα, τα δασικά οικοσυστήματα αντιστοιχούν περίπου στο 50 % της συνολικής επιφάνειας του δικτύου ενώ τα αγροοικοσυστήματα (βοσκότοποι και άλλες γεωργικές εκτάσεις) καλύπτουν περίπου το 40 % του δικτύου.

Σχεδόν το 10% της θαλάσσιας έκτασης της ΕΕ περιλαμβάνεται στο δίκτυο Natura 2000 (δεδομένα 2018) και σύντομα θα ολοκληρωθεί η διαδικασία για τον ορισμό των θαλάσσιων περιοχών μέσω των οποίων θα διασφαλιστεί η διατήρηση των οικοτόπων και των ειδών που προστατεύονται από τις οδηγίες για τους οικοτόπους και ανήκουν στα θαλάσσια οικοσυστήματα.

Οι οδηγίες δεν καθορίζουν λεπτομερώς τη διαδικασία διαβούλευσης για την επιλογή των περιοχών. Ως αποτέλεσμα αυτού, οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν εμφάνισαν διαφορές από κράτος μέλος σε κράτος μέλος, ανάλογα με τα διοικητικά συστήματα του καθενός. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιλογή των περιοχών του δικτύου συνοδεύτηκε από διεξοδικές συζητήσεις με τους ιδιοκτήτες και τους χρήστες, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δεν έγιναν καθόλου ή έγιναν πολύ λίγες διαβουλεύσεις με τους άμεσα ενδιαφερομένους.

Είναι αλήθεια ότι αυτή η προσέγγιση οδήγησε σε διαμάχες σε ορισμένα κράτη μέλη, με αποτέλεσμα πληθώρα διοικητικών και νομικών προβλημάτων, τα οποία καθυστέρησαν την υποβολή των προτάσεων. Η Επιτροπή, ωστόσο, δεν είχε καμία συμμετοχή σε αυτή τη φάση και δεν διέθετε καμία αρμοδιότητα ώστε να παρέμβει στις αποκλίνουσες διαδικασίες που ακολούθησαν τα κράτη μέλη.

Η ανάλυση των εθνικών καταλόγων των Τόπων Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) και η επιλογή τους σε βιογεωγραφικό επίπεδο πραγματοποιήθηκε με τρόπο διαφανή στο πλαίσιο επιστημονικών σεμιναρίων που διοργανώθηκαν με πρωτοβουλία της Επιτροπής και με την υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος. Τα κράτη μέλη και εμπειρογνώμονες που εκπροσωπούσαν τους άμεσα ενδιαφερόμενους, είτε ιδιοκτήτες και χρήστες είτε περιβαλλοντικές ΜΚΟ, είχαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν σε αυτά τα σεμινάρια.

Ο προσδιορισμός και η επιλογή των περιοχών που θα συμπεριληφθούν στο δίκτυο Natura 2000 πραγματοποιείται με αμιγώς επιστημονικά κριτήρια σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής που προβλέπουν οι δύο οδηγίες. Με τη χρήση επιστημονικής βάσης για την επιλογή εξασφαλίζεται ότι:

  • μόνο οι πλέον κατάλληλες περιοχές επιλέγονται για ένταξη στο δίκτυο Natura 2000 (όχι δηλαδή όλες οι περιοχές που φιλοξενούν συγκεκριμένο είδος ή οικότοπο) και
  • εντάσσεται στο δίκτυο Natura 2000 επαρκής αριθμός περιοχών προκειμένου να εξασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη διατήρηση όλων των προβλεπόμενων ειδών και οικοτόπων σε ολόκληρη την περιοχή φυσικής κατανομής τους εντός της ΕΕ.

Εάν δεν περιληφθούν οι πλέον ενδεδειγμένες περιοχές, ή ο αριθμός τους δεν επαρκεί για ένα συγκεκριμένο είδος ή τύπο οικοτόπου, το δίκτυο δεν θα είναι συνεκτικό από οικολογικής άποψης και δεν θα μπορέσει να εκπληρώσει τον σκοπό του όπως υπαγορεύεται από τις δύο οδηγίες για τη φύση.

Τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα δεν λαμβάνονται συνεπώς υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής των περιοχών του δικτύου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν αποτελούν καίρια παράμετρο κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τους τρόπους προστασίας και διαχείρισης μιας περιοχής Natura 2000. Το άρθρο 2 της Οδηγίας για τους Οικοτόπους καθιστά σαφές ότι όλα τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία αποσκοπούν στη διατήρηση – και στην αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης – των φυσικών οικοτόπων και των ειδών ενωσιακής σημασίας, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, καθώς και οι περιφερειακές και τοπικές ιδιομορφίες.

Το δίκτυο Natura 2000 περιλαμβάνει αυτή τη στιγμή (2021) περισσότερες από 27.000 περιοχές που καλύπτουν συνολική επιφάνεια περίπου 1.215.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών όλων των κρατών μελών της ΕΕ. Η συνολική έκταση γης που καλύπτεται από το δίκτυο Natura 2000 αντιπροσωπεύει περίπου το 18 % της συνολικής χερσαίας έκτασης της ΕΕ. Η εθνική χερσαία κάλυψη του δικτύου Natura 2000 ποικίλλει από περίπου 9% έως περίπου 38%, ανάλογα με τη χώρα. Η διαφορά αυτή οφείλεται εν μέρει στο πλήθος των φυσικών και ημιφυσικών οικοτόπων που διαθέτει κάθε χώρα. Για παράδειγμα, πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των τύπων οικοτόπων και των ειδών που προστατεύονται δυνάμει των οδηγιών βρίσκονται σε μεσογειακές, ηπειρωτικές και αλπικές περιοχές σε σύγκριση με την περιφέρεια του Ατλαντικού. Επιπλέον, ορισμένες χώρες χαρακτηρίζονται ιστορικά από υψηλότερα επίπεδα εντατικής χρήσης της γης και κατακερματισμού, με αποτέλεσμα μικρότερης έκτασης φυσικούς πόρους υποψήφιων για προστασία δυνάμει των οδηγιών. Οι φυσικοί και ημιφυσικοί οικότοποι και είδη όπως τα μεγάλα σαρκοβόρα είναι κατά κανόνα πολυπληθέστερα και ευρύτερα κατανεμημένα στα κράτη μέλη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης που προσχώρησαν στην ΕΕ από το 2004 και μετά, απ’ ό,τι σε ορισμένα παλαιότερα κράτη μέλη. Οι διαφορές οφείλονται επίσης στις διαφορετικές προσεγγίσεις που επέλεξαν τα κράτη μέλη κατά την οριοθέτηση των προτεινόμενων περιοχών. Αρκετά κράτη μέλη πρότειναν διευρυμένες περιοχές Natura 2000 με προσεγγιστική οριοθέτηση, προτιμώντας μια πιο ολιστική προσέγγιση που δεν αποκλείει τους μη επιλέξιμους οικοτόπους από την προτεινόμενη έκταση. Άλλα προτίμησαν να οριοθετήσουν τις περιοχές με μεγαλύτερη ακρίβεια, περιορίζοντας την έκτασή τους στους επιλέξιμους οικοτόπους.

Το βαρόμετρο Natura 2000 ενημερώνει τακτικά τις πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των περιοχών και την επιφάνειά τους σε κάθε χώρα και συνολικά στην ΕΕ.

Ο απεικονιστής Natura 2000 είναι μια διαδικτυακή υπηρεσία που επιτρέπει την ανεύρεση και την εξερεύνηση περιοχών Natura 2000 οπουδήποτε στην ΕΕ με το πάτημα ενός κουμπιού.

Περισσότερες πληροφορίες:

Κατάλογοι των περιοχών Natura 2000 που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή σε κάθε βιογεωγραφική περιοχή.
Το δίκτυο Natura 2000 σε όλα τα κράτη μέλη

Μια περιοχή μπορεί να αποχαρακτηρισθεί αν χάσει την αξία διατήρησής της λόγω της εξέλιξης του φυσικού περιβάλλοντος και δεν είναι δυνατή η αποκατάστασή της με την εφαρμογή μέτρων διαχείρισης. Ωστόσο, είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι η απλή υποβάθμιση του χώρου, για παράδειγμα λόγω ανεπαρκούς διαχείρισης, θα συνιστούσε παράβαση του άρθρου 6 παράγραφος 2. Οι περιοχές αυτές δεν μπορούν να αποχαρακτηρισθούν απλώς και μόνο επειδή έχουν αφεθεί να υποβαθμιστούν και δεν έχουν τύχει σωστής διαχείρισης, όπως θα απαιτούνταν με βάση τις δύο οδηγίες για τη φύση. Δεν αφαιρούνται από τον κατάλογο περιοχές Natura 2000 που έχουν καταστραφεί και για τις οποίες έχει ληφθεί κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας για τους οικοτόπους. Επίσης δεν αποχαρακτηρίζονται και δεν τροποποιούνται περιοχές για τις οποίες διαπιστώνεται ότι ο αρχικός χαρακτηρισμός ή οριοθέτηση βασίστηκε σε εσφαλμένα επιστημονικά στοιχεία. Κάθε τροποποίηση αυτού του είδους που προτείνουν τα κράτη μέλη εγκρίνεται από Επιτροπή μόνον εάν συνοδεύεται από τη δέουσα επιστημονική τεκμηρίωση.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τη βοήθεια του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, έχει δημιουργήσει μια διαδικτυακή χαρτογραφική εφαρμογή γνωστή ως «Απεικονιστής Natura 2000» που διατίθεται ελεύθερα στο κοινό και παρέχει την ακριβή θέση κάθε περιοχής Natura 2000 στο δίκτυο της ΕΕ. Ο χρήστης μπορεί να αναζητήσει, και να εξετάσει λεπτομερώς, οποιαδήποτε περιοχή του δικτύου οπουδήποτε στην ΕΕ. Χάρη στους χάρτες μεγάλης κλίμακας διευκολύνεται η ακριβής αποτύπωση των συνόρων κάθε περιοχής και των βασικών γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών της.

Ο Απεικονιστής Natura 2000 παρέχει επίσης πρόσβαση στο τυποποιημένο έντυπο δεδομένων (ΤΕΔ) που συνοδεύει κάθε περιοχή Natura 2000. Το ΤΕΔ καταγράφει τα είδη χλωρίδας και πανίδας και τους τύπους των οικοτόπων ενωσιακής σημασίας χάριν των οποίων η περιοχή εντάχθηκε στο δίκτυο Natura 2000, καθώς και εκτιμήσεις του μεγέθους των πληθυσμών τους και του βαθμού διατήρησης στην εν λόγω περιοχή κατά τον χρόνο του χαρακτηρισμού της.

Για λεπτομερέστερες πληροφορίες σχετικά με τις περιοχές του δικτύου Natura 2000 μπορεί κανείς να απευθυνθεί στις εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος.

Περισσότερες πληροφορίες:

Απεικονιστής Natura 2000
Πρόσβαση σε στοιχεία του δικτύου Natura 2000
Το δίκτυο Natura 2000 σε όλα τα κράτη μέλη

Πολύς κόσμος συγχέει τη διατήρηση της φύσης με τη δημιουργία αυστηρά προστατευόμενων φυσικών καταφυγίων όπου απαγορεύεται συστηματικά κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Το δίκτυο Natura 2000 ακολουθεί διαφορετική προσέγγιση. Αναγνωρίζει ότι οι άνθρωποι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της φύσης και ότι οι δύο πλευρές αποδίδουν καλύτερα όταν συνεργάζονται.

Ο χαρακτηρισμός μιας περιοχής ως περιοχής Natura 2000 δεν σημαίνει συνεπώς ότι πρέπει να διακοπούν όλες οι οικονομικές δραστηριότητες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να απαιτηθούν προσαρμογές ή αλλαγές με στόχο την προστασία των ειδών και των οικοτόπων χάριν των οποίων η περιοχή εντάχθηκε στο δίκτυο Natura 2000, ή μέτρα αποκατάστασης προκειμένου να επανέλθουν σε μια ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης. Αλλά συχνά, οι υπάρχουσες ανθρώπινες δραστηριότητες θα συνεχιστούν όπως και πριν.

Πράγματι, για πολλές περιοχές Natura 2000, τα υφιστάμενα είδη φυτών και ζώων και τύποι οικοτόπων μπορεί να εξαρτώνται από τη συνέχιση των εν λόγω δραστηριοτήτων για τη μακροπρόθεσμη επιβίωσή τους, και, άρα, είναι σημαντικό σε αυτές τις περιπτώσεις να βρεθούν τρόποι να συνεχιστούν και, ενίοτε, να ενισχυθούν οι δραστηριότητες αυτές — π.χ. χορτοκοπή ή βόσκηση ανά τακτά χρονικά διαστήματα ή έλεγχος άγριας βλάστησης.

Επομένως, η προσέγγιση δεν είναι ενιαία. Όλα εξαρτώνται από τις ειδικές περιβαλλοντικές, καθώς και κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κάθε περιοχής, καθώς και από τις συγκεκριμένες οικολογικές απαιτήσεις των ειδών και των οικοτόπων που φιλοξενούν. Αυτό είναι κάτι που κρίνεται κατά περίπτωση.

Οι άνθρωποι θέλουν να περνούν χρόνο στη φύση για διάφορους λόγους. Πολλοί επιθυμούν να χαλαρώσουν σε ένα ήσυχο και γραφικό περιβάλλον, άλλοι θέλουν να εξερευνήσουν νέες περιοχές ή να ασχοληθούν με μια σειρά από δραστηριότητες στη φύση όπως κολύμβηση, πεζοπορία, ποδηλασία, ψάρεμα, κυνήγι κλπ. Όποια και αν είναι η προτίμησή μας, το δίκτυο Natura 2000 μας δίνει μοναδικές ευκαιρίες να ανακαλύψουμε και να απολαύσουμε την πλούσια φυσική κληρονομιά της Ευρώπης.

Αυτές οι δραστηριότητες αναψυχής είναι συμβατές με τις διατάξεις της οδηγίας για τους οικοτόπους και της οδηγίας για τα πτηνά, εφόσον δεν παραβλάπτουν τους οικοτόπους και τα είδη που ζουν σε αυτούς. Το ζητούμενο είναι ο προσεκτικός σχεδιασμός και η συνετή αξιοποίηση των πόρων ώστε οι δραστηριότητες αυτές να μην καταστρέψουν τελικά τους πόρους από τους οποίους εξαρτάται η ύπαρξή τους.

Ως πανευρωπαϊκό δίκτυο, το δίκτυο Natura 2000 βασίζεται στην αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών. Αποτελεί έναν πολύτιμο κοινό πόρο, ικανό να παρέχει πολλαπλά οφέλη στην κοινωνία και την ευρωπαϊκή οικονομία. Αλλά συνιστά παράλληλα μια κοινή ευθύνη, η οποία απαιτεί επαρκείς οικονομικές επενδύσεις προκειμένου να είναι πλήρως λειτουργικό.

Αν και η βασική ευθύνη χρηματοδότησης του δικτύου Natura 2000 ανήκει στα κράτη-μέλη, η Οδηγία για τους Οικοτόπους αναγνωρίζει την ανάγκη για μια πανευρωπαϊκής κλίμακα στήριξη της διαχείρισής του και συνδέει ρητά την αποτελεσματικότητα των μέτρω διατήρησης με την πρόβλεψη για ευρωπαϊκή συγχρηματοδότηση.

Οι απαιτήσεις διαχείρισης του δικτύου Natura 2000 έχουν ενσωματωθεί σε διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ε.Ε., όπως τα Διαρθρωτικά Ταμεία, το Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας, το LIFE κλπ.

Αυτή η προσέγγιση επελέγη για διάφορους λόγους:

  • διασφαλίζει ότι η διαχείριση των περιοχών Natura 2000 αποτελεί μέρος των ευρύτερων χωροταξικών πολιτικών της Ε.Ε.
  • επιτρέπει στα κράτη-μέλη να ορίζουν προτεραιότητες και να αναπτύσσουν πολιτικές και μέτρα τα οποία να αντανακλούν τις εθνικές και περιφερειακές τους ιδιαιτερότητες
  • συμβάλει στην αποφυγή αλληλοεπικαλύψεων των διαφόρων χρηματοδοτικών οργάνων της Ε.Ε. και των διοικητικών περιπλοκών που συνδέονται με αυτές.

Υπάρχουν διαθέσιμες διάφορες χρηματοδοτικές δυνατότητες για την περίοδο 2014-2020 αλλά εξαρτάται από τις αρχές των κρατών-μελών αν και πως θα αξιοποιηθούν.

Προκειμένου να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή χρήση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, η Κομισιόν ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν μια πιο στρατηγική πολυετή προσέγγιση σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση του δικτύου Natura 2000. Αυτό γίνεται μέσα από τα Πλαίσια Δράσεων Προτεραιοτήτων, τα οποία προσδιορίζουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες και τις στρατηγικές προτεραιότητες για το δίκτυο Natura 2000 σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, για την περίοδο 2014-2020. Αυτά τα Πλαίσια είναι ειδικά σχεδιασμένα ώστε να διευκολύνουν την ενσωμάτωση των κατάλληλων μέτρων διατήρησης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα δάση, στα νέα λειτουργικά προγράμματα για τα διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ε.Ε.

Οι δύο οδηγίες της ΕΕ για τη φύση απαιτούν επίσης την προστασία ορισμένων ειδών σε ολόκληρη την ΕΕ, τόσο εντός όσο και εκτός των περιοχών Natura 2000, προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρησή τους σε ολόκληρη την περιοχή της φυσικής κατανομής τους στην ΕΕ. Καλύπτονται όλα τα είδη των πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στην ΕΕ καθώς και άλλα είδη που απαριθμούνται στα παραρτήματα IV και V της οδηγίας για τους οικοτόπους.

Επιπροσθέτως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται επίσης να διασφαλίζουν τη διαφύλαξη, διατήρηση ή αποκατάσταση επαρκούς ποικιλίας και επιφάνειας οικοτόπων για όλα τα είδη άγριων πτηνών στο ευρωπαϊκό έδαφος (άρθρο 3 της οδηγίας για τα πτηνά). Η απαίτηση αυτή ενδέχεται να συνεπάγεται τη λήψη μέτρων προστασίας οικοτόπων που βρίσκονται εκτός του δικτύου Natura 2000.

Όσον αφορά τις διατάξεις για την προστασία των ειδών σε ολόκληρη την περιοχή φυσικής κατανομής τους, οι δύο οδηγίες απαιτούν από τα κράτη μέλη να απαγορεύσουν τις εξής ενέργειες:

  • εκ προθέσεως θανάτωση ή σύλληψη προστατευόμενων ειδών με οιονδήποτε τρόπο·
  • εκ προθέσεως καταστροφή ή συλλογή αυγών ή φωλιών, ή αποκομιδή, συλλογή, κοπή, εκρίζωση ή καταστροφή προστατευόμενων φυτών·
  • βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης·
  • εκ προθέσεως όχληση, ιδίως κατά την περίοδο αναπαραγωγής, τη νεογνική περίοδο, τη χειμερία νάρκη και τη μετανάστευση·
  • κατοχή, εμπορία και μεταφορά δειγμάτων που έχουν συλλεγεί από το φυσικό περιβάλλον.

Αυτές οι απαγορεύσεις, όπως έχουν μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία, πρέπει να τηρούνται από όλους τους ιδιοκτήτες, χρήστες και διαχειριστές γης.

Διατίθεται περαιτέρω καθοδήγηση σχετικά με τις διατάξεις για την προστασία των ειδών δυνάμει της οδηγίας για τους οικοτόπους.

Ιστολόγιο